- γλυκομηλιά
- η1. ποικιλία τής μηλιάς, με γλυκά μήλα2. προσφώνηση σε αγαπημένη γυναίκα («όμορφη γλυκομηλιά μου»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γλυκομηλιά ή Γλυκομηλέα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 309 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές του Κόζιακα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινοβού … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek